-
1 τανταλόομαι
A to be balanced or swung, ἐπὶ γᾷ πέσε τανταλωθείς fell hurtling to earth, S.Ant. 134 (lyr.):—the Sch. expl. by διατιναχθείς, διασεισθείς.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τανταλόομαι
См. также в других словарях:
τανταλούμαι — όομαι, Α τραντάζομαι («ἐπὶ γᾷ πέσε τανταλωθείς», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Τάνταλος (για τη σημ. τού ρ. βλ. λ. τανταλίζω)] … Dictionary of Greek